Οι βελέντζες αλλά και οι κουκουνάρες που ήταν μέσα στο σεντούκι, μύριζαν ακόμη ναφθαλίνη, όταν η μαμά το άνοιξε. Ήταν το μοναδικό πράγμα που σώθηκε απ’ την φωτιά.
Στάθηκαν τυχεροί, μιας και έλειπαν όλοι, εκείνη την ημέρα απ’ το σπίτι. Ο Φωκίωνας είχε πάει στο σταυροδρόμι έξω απ’ το χωριό, εκεί που ήταν τα δυο μεγάλα πεύκα και όπως συνήθιζε, μάζευε τις κουκουτζέλες που έπεφταν στο χώμα. Έπειτα έβγαζε τα σπόρια τους και τα έσπαζε με μια πέτρα, για να φάει την μικροσκοπική ψύχα τους, το κουκουνάρι δηλαδή. Το σκληρό αυτό κέλυφος όμως, είχε μια μαύρη επίστρωση, που μουτζούρωνε τα χέρια, σαν να είχε ανακατέψει κάρβουνα.
Αυτός ήταν που επέστρεψε πρώτος και είδε το σπίτι να καίγεται. Λίγο πιο πίσω, ερχόταν ο πατέρας του.
Έβαλε τις φωνές και μαζεύτηκε όλη η γειτονιά. Κατέληξαν στο συμπέρασμα, πως η πυρκαγιά ξεκίνησε απ’ το τζάκι. Νωρίτερα ο Φώκος, έτσι αποκαλούσε τον Φωκίωνα η μαμά χαϊδευτικά από μικρό, έψηνε λουκάνικα, για να φάνε με τον αδελφό του. Πριν βγουν έξω για να παίξουν, ίσως ξέχασαν να βάλουν το προστατευτικό. Δεν μπορούσαν να θυμηθούν, όσο κι αν προσπαθούσαν. Είναι πολύ πιθανόν, κάποια σπίθα να πετάχτηκε στη βελέντζα που ήταν στρωμένη μπροστά στο τζάκι και λαμπάδιασε όλο το σπίτι.
“Δεν θέλει και πολύ, για να γίνει το κακό. Μα η κάθε φλόγα, χρειάζεται το προσάναμμά της”, είπε η γιαγιά και όλοι συμφώνησαν μαζί της, ίσως και χωρίς να καταλαβαίνουν τι ακριβώς εννοούσε.
Κανένας συγχωριανός δεν κατηγόρησε τον Φώκο τότε, απλά τούς λυπήθηκαν και βοήθησαν όπως μπορούσαν, για να αποκατασταθούν γρηγορότερα οι ζημιές.
Μέχρι να γίνει αυτό, η οικογένεια θα έμενε στο σπίτι της γιαγιάς. Δυστυχώς όμως, η μητέρα αρρώστησε απ’ τον καημό της και έφυγε απ’ τη ζωή, δίχως να προλάβει να δει το νέο σπίτι.
Τα παιδιά μεγάλωναν μόνα τους. Ο πατέρας δούλευε πολλές ώρες, με αποτέλεσμα να λείπει συνέχεια. Την θέση του είχε πάρει ο Φώκος. Από μικρός έβλεπε τον μπαμπά του, να κάνει στο σπίτι τις βαριές δουλειές. Κουβαλούσε ξύλα για να ζεσταθούν, νερό για να πλυθούν, τίναζε τις βελέντζες, τις οποίες δεν μπορούσε να σηκώσει η μητέρα, επισκεύαζε ότι χαλούσε και φυσικά, άναβε το τζάκι.
“Το μυστκό είν’ στις κουκτζέλις. Η φουτιά θέλ’ προυσάναμμα.” τόνιζε ο πατέρας στον Φώκο και κείνος συμφωνούσε κουνώντας το κεφάλι.
Έτσι κι αυτός τώρα, ακολουθώντας την συμβουλή του, τα κατάφερνε μια χαρά. Προσπαθούσε ακόμα και να διαβάσει τον μικρότερο αδερφό του, αλλά εκείνος ήτανε πολύ ζωηρός και ατίθασος και συνέχεια αντιμιλούσε, με αποτέλεσμα ο Φώκος να νευριάζει και να καταλήγουν να πιάνονται στα χέρια.
Πολλές φορές η γιαγιά τους έφερνε φαγητό, αλλά δεν μπορούσε να τούς βλέπει να μαλώνουν κι έτσι έφευγε άρον άρον. Όταν το βράδυ γυρνούσε στο σπίτι ο πατέρας, ήταν ενήμερος για το ξύλο που έπεφτε ανάμεσα στ’ αδέρφια. Έριχνε όλο το φταίξιμο στο μεγάλο του γιο, με αποτέλεσμα την επόμενη ημέρα ο Φώκος να δέρνει ακόμα περισσότερο τον μικρό.
Έτσι ο πατέρας, για να τους κρατήσει σε μια απόσταση, αναγκάστηκε να παίρνει τον Φώκο μαζί του, για να βοσκάνε τα πρόβατα. Και κει όμως δεν καθόταν ήσυχος. Ήταν πολύ ευέξαπτος και βίαιος. Όποια πρόβατα δεν έμπαιναν στη στάνη, τα έσπρωχνε ή τα κλωτσούσε, για να προχωρήσουν με το στανιό. Πολύ γρήγορα ο πατέρας του τον απάλλαξε απ’ τα καθήκοντά του αυτά και τον είχε πλάι του μόνο για να τον επιβλέπει. Τον άφηνε ν’ ανάβει την φωτιά που τους ζέσταινε το χειμώνα και έψηναν πότε πότε κανένα λουκάνικο για να φάνε.
Γρήγορα όμως ήρθε το καλοκαίρι. Αφού δεν είχε κρύο, δεν χρειάζονταν τη θαλπωρή της φωτιάς. Ο Φώκος κατάλαβε πως δεν ήταν πια χρήσιμος στον πατέρα του και δεν του άρεσε αυτό καθόλου. Έτσι λοιπόν έφυγε βαθιά μέσα στο δάσος κι έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα να κάνει από μικρός, για να τους τραβήξει την προσοχή. Είχε ήδη μαζέψει μπόλικες κουκουνάρες, οι οποίες ευθύνονταν που βάφτηκαν μαύρα τα χέρια του.
Η φωτιά που άναψε εξελίχθηκε αστραπιαία λόγω της ξηρασίας. Το μέρος όπου κατευθύνθηκαν οι φλόγες, παρακινούμενες απ’ τον αέρα, ήταν δύσβατο. Δεν μπορούσαν να πάνε μέχρι εκεί για να την σβήσουν, αν και προσπάθησαν πολλά παλικάρια. Έκαψε αρκετά στρέμματα πευκοδάσους.
Πάλι κανείς απ’ τους χωριανούς δεν κατηγόρησε τον Φωκίωνα, αν και άρχισε να τους φαίνεται περίεργο το γεγονός πως ήταν παρών και στις δύο φωτιές. Ούτε ο πατέρας, τού είπε τίποτα. Ο μικρός αδελφός του όμως, δεν κρατήθηκε.
– Ξέρω τί κάνεις. τού φώναξε μια μέρα, που ήθελε να τον ξεσκεπάσει επιτέλους.
– Τί κάνω δηλαδή μικρέ; ρώτησε ατάραχος ο Φώκος, που δεν είχε καταλάβει τίποτα.
– Η φωτιά χρειάζεται προσάναμμα ε; Έτσι δεν λέει ο μπαμπάς; Ε λοιπόν εσύ είχες τα προσανάμματα και βάζεις φωτιές. του επιτέθηκε κατά μέτωπον.
– Τί χαζομάρες λες; του είπε δήθεν αδιάφορος.
– Άκουσα τη μαμά πριν πεθάνει, να λέει για το σεντούκι στον μπα…
– Σκάσε! του φώναξε, διακόπτοντάς τον. Δεν θα μιλήσεις σε κανέναν. Ακούς; Θα το βουλώσεις! τον διέταξε νευριασμένος.
– Γιατί; Θα το πω σε όλους. Και ο μπαμπάς θα μιλήσει. του είπε και αμέσως το μετάνιωσε.
– Αν ξεστομίσεις έστω και μια κουβέντα, θα σε σπάσω στο ξύλο. τον απείλησε, πιάνοντάς τον απ’ το λαιμό.
Ο μικρός τρομοκρατήθηκε κι έβαλε τα κλάματα. Αυτόν τον είχε του χεριού του. Τον πατέρα του όμως, πώς θα τον έκανε να σωπάσει, τώρα που τα είχε καταλάβει όλα και ήθελε να μιλήσει;
Η απάντηση ήρθε μόνη της. Ένα σούρουπο, ανέβηκαν στο βουνό για να κυνηγήσουν. Εκεί, δίχως δεύτερη σκέψη, τον έσπρωξε στον γκρεμό. Έπειτα ο Φώκος μάντρισε τα πρόβατα και άναψε φωτιά για να ψήσει λουκάνικα. Αφού έφαγε, άφησε τις φλόγες να τυλίξουν την στάνη, ενώ εκείνος κοιτούσε από μακριά.
Την άλλη μέρα, είπε στον αδερφό του και στους χωριανούς, οι οποίοι ρωτούσαν για να μάθουν τι είχε συμβεί, ότι ο πατέρας του χάθηκε στην φωτιά, προσπαθώντας να σώσει τα πρόβατα. Τον άκουγαν καχύποπτοι. Κατάλαβαν ότι κάτι περίεργο συνέβαινε μ’ αυτό το παιδί. Έτσι ο Φώκος, αναγκάστηκε να φύγει απ’ το χωριό, το επόμενο κιόλας βράδυ.
Έχουν περάσει τριάντα χρόνια και ακόμη να γυρίσει. Δεν τον έψαξε κανείς, ούτε καν ο μικρός αδερφός του. Και γιατί να το κάνει άλλωστε; Αφού συνεχίζει να τον φοβάται.
Ο Φωκίωνας μένει πια με την γυναίκα του στην πόλη, κοντά σ’ ένα μικρό δασάκι με πεύκα, που του θυμίζει το χωριό του. Την γνώρισε μια Τσικνοπέμπτη, στο κρεοπωλείο του σούπερ μάρκετ, όπου εκείνη δούλευε κι αυτός είχε πάει για ν’ αγοράσει λουκάνικα.
