Δισεκατομμύρια χρόνια πριν, όταν ακόμη δεν υπήρχε το ηλιακό μας σύστημα όπως το ξέρουμε σήμερα, τα ζώα, τετράποδα και δίποδα, κατοικούσαν σ’ ένα πλανήτη δίχως όνομα. Εκεί δεν υπήρχε βαρύτητα για να έλκει τα σώματα προς τον κέντρο του. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αιωρούνται ελεύθερα, δίχως όμως να πηγαίνουν και πολύ μακριά.
Στην αρχή, ζούσαν δύο ζευγάρια απ’ το κάθε είδος, τα οποία στην πορεία έκαναν απογόνους. Με τη σειρά τους αυτοί πολλαπλασιάστηκαν κι έτσι γέμισε ο πλανήτης ζωή.
Πολύ παράξενο ήταν το γεγονός, ότι μπορούσαν να βλέπουν και να κυνηγάνε για να τραφούν, με το λίγο φως που υπήρχε κατά τη διάρκεια της ημέρας και με καθόλου τη νύχτα. Καταλάβαιναν πως ξημέρωνε, όταν περνούσε πάρα πολύ κοντά απ’ τον πλανήτη τους, ένας κομήτης που τους ταρακουνούσε, σαν να γινόταν σεισμός, ξυπνώντας τους πάντα την ίδια ώρα.
Έβγαιναν τότε απ’ τα σπίτια τους, στα δυο τους πόδια και έβλεπαν προς τον ουρανό. Εξαιτίας της συνήθειάς τους αυτής, να κοιτάνε προς τα πάνω, ονομάστηκαν άνθρωποι.
Η περιέργειά τους ήταν αυτή που τους οδήγησε στην ανακάλυψη της φωτιάς και έπειτα του ηλεκτρισμού. Πολύ αργότερα έφτιαξαν ξυπνητήρια κι όλα ήταν καλύτερα, αφού ο κομήτης είχε σταματήσει πια να περνάει ξυστά από δίπλα τους. Μα οι νέες εφευρέσεις οδηγούσαν προς το χειρότερο.
Σίγουρα όμως, το πιο ενδιαφέρον σε αυτόν τον πλανήτη, ήταν ότι κανείς τους δεν πέθαινε. Δεν είχαν νεκροταφεία. Όταν οι άνθρωποι μεγάλωναν και αποφάσιζαν οι ίδιοι ότι ήταν καιρός ν’ αποχωρήσουν απ’ τον πλανήτη, αφού αποχαιρετούσαν τους δικούς τους ανθρώπους, ανέβαιναν στο ψηλότερο σημείο του και άφηναν το σώμα τους να το ρουφήξει η μαύρη τρύπα, που βρισκόταν πάνω απ’ το κεφάλι τους.
Σ’ αυτόν τον πλανήτη, δεν είχαν ατμοσφαιρική ρύπανση, γιατί δεν είχαν μεταφορικά μέσα, μιας και τους ήταν άχρηστα. Μπορούσαν, λόγω της έλλειψης της βαρύτητας, να πετάνε και να ταξιδεύουν όπου ήθελαν. Έτσι κι αλλιώς ο πλανήτης τους δεν ήταν και πολύ μεγάλος. Μέσα σε μια μέρα είχαν φτάσει στο άλλο άκρο και είχαν γυρίσει.
Ζούσαν ειρηνικά και ήταν όλοι αγαπημένοι. Συνεχώς όμως αυξάνονταν και αυτό κάποια στιγμή έγινε πρόβλημα. Γιατί, ενώ όλο και περισσότεροι άνθρωποι γεννιόντουσαν, τόσο και λιγότεροι εγκατέλειπαν τον πλανήτη, αφού η μαύρη τρύπα απομακρυνόταν. Μέχρι που μια μέρα, εξαφανίστηκε εντελώς και τη θέση της πήρε ένας λαμπρός ήλιος. Μέρα με τη μέρα ο πλανήτης φωτιζόταν, μέχρι που μπορούσες πια να ξεχωρίσεις τη μέρα απ’ την νύχτα. Ο κομήτης σταμάτησε πια να περνάει καθημερινά από δίπλα τους και να δημιουργεί σεισμό, γιατί τώρα πια έβγαινε ο ήλιος και τους ξυπνούσε. Όλοι προσαρμόστηκαν πολύ γρήγορα σ’ αυτή τη νέα συνήθεια.
Σιγά σιγά ο ήλιος άρχισε να έλκει κι άλλους πλανήτες, οι οποίοι ήρθαν κοντά του για να ζεσταθούν. Ερμής, Αφροδίτη και έπειτα Άρης, Δίας και άλλοι. Πολλοί άνθρωποι, από περιέργεια, ανέβηκαν στο πιο ψηλό βουνό και τους ρούφηξαν αυτοί οι πλανήτες, στους οποίους κατοίκησαν και δεν ξαναγύρισαν πίσω. Όσοι απέμειναν, απέκτησαν βαρύτητα και άρχισαν να περπατούν πάνω στο χώμα, στη γαία, αφού ο πλανήτης πια λεγόταν Γη.
Ήταν τόση η έλξη που ασκούσε πάνω στους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ζωής τους, ώστε όταν έφτανε το τέλος τους, η Γη τους απορροφούσε βαθιά στον πυρήνα της και τους μετέτρεπε σε ενέργεια. Με τέτοια δύναμη που απέκτησε, μπορούσε να έλκει όλο και περισσότερους ανθρώπους. Μα όσους και να έπαιρνε στην αγκαλιά της, αυτοί συνέχισαν να αυξάνονται.
Παράλληλα μεγάλωνε η έλξη προς τον ήλιο. Άρχισε να πηγαίνει όλο και πιο κοντά στη Γη, με αποτέλεσμα να παίρνουν φωτιά τα δάση ανεξήγητα, το νερό να εξατμίζεται και τα μέταλλα να λιώνουν. Άνθρωποι και ζώα δυσκολεύονταν να ζήσουν πια στη Γη.
Ο ήλιος συνέχιζε να πλησιάζει σταθερά και απειλητικά. Μια σιωπηλή νύχτα, σε κλάσματα του δευτερολέπτου, οι δύο πλανήτες συγκρούστηκαν. Από την έκρηξη αυτή, εγένετο φως και επικράτησε έναντι του σκότους.