Αφού ξελαρυγγιάστηκε ο χωροφύλακας του Σκοτεινού να φωνάζει “θαύμα, θαύμα!”, κατάφερε να μαζέψει όλους τους κατοίκους γύρω του. Κάποιος ειδοποίησε τον παπά – δήμαρχο του Φωτεινού.
Τα δυο χωριά συμφώνησαν, ότι αυτό ήταν το θέλημα του Αγίου και έπρεπε να το σεβαστούν. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τι ακριβώς είχε συμβεί, μιας και τα παιδιά που είχαν κλέψει το Άγιο λείψανο, δεν αποκάλυψαν την πράξη τους. Φοβισμένα, κλείστηκαν στα σπίτια τους και παρίσταναν τους αρρώστους, μέχρι να δουν τι θα γίνει.
Οι κάτοικοι των δυο χωριών, αφού πρώτα δόξασαν τον Άγιο εκεί όπου βρίσκονταν, στη μέση της πλατείας, πήραν την κοινή απόφαση, να κάνουν μια λιτανεία στο Σκοτεινό, πρωτίστως για να ευχαριστηθεί ο Άγιος και έπειτα για να σωθούν απ’ την αρρώστια.
Αφού γύρισαν στο Φωτεινό, οργανώθηκαν για τη λιτανεία. Τα παιδιά κράτησαν ψηλά τα εξαπτέρυγα, με τον Μάριο αρχηγό, να επωμίζεται τον σταυρό του μαρτυρίου. Ο καλύτερος μαθητής, ύψωσε την ελληνική σημαία. Ο ψάλτης σήκωνε το λάβαρο της εκκλησίας. Πρώτος πήγαινε ο παπάς με το Άγιο λείψανο στα χέρια, που το είχαν ξαναβάλει μέσα στο χρυσό κουτί του. Τώρα πια δεν ήταν το χέρι μετά της σαρκός, παρά μόνο το αξιάλι, γιατί τη σάρκα την είχαν φάει οι γάτες.
Πιο πίσω ακολουθούσαν οι χωριανοί, κρατώντας τις εικόνες της Παναγίας, του Χριστού και άλλων Αγίων. Δεν είχε μείνει ούτε μία για δείγμα μέσα στην εκκλησία. Ήταν τόσο άδειος ο ναός, λες και μετακομίσανε. Μόνο οι τοιχογραφίες παρέμειναν στη θέση τους, γιατί δεν μπορούσαν να τις κουβαλήσουν. Έτσι, μέσα σε κλίμα κατάνυξης, ξεκίνησαν για το Σκοτεινό.
Περπατώντας πάνω στη γέφυρα για να διασχίσουν το ποτάμι, το φυσικό σύνορο του καλού και του κακού, ένας αέρας δυνατός φύσηξε ζεστός, παρ’ όλο που ήταν αρχές του χειμώνα, σαν την πνοή της κολάσεως και πέταξε χάμω το καλυμμαύχι του παπά, κάνοντας την φαλάκρα του να φανεί. Εκείνος δεν πτοήθηκε και συνέχισε να προχωρά ψέλνοντας, ενώ ένα παιδί έτρεξε να του το φέρει.
Στο Σκοτεινό τους περίμεναν σαν τους σωτήρες. Το Ιερό αξιάλι ήταν η τελευταία τους ελπίδα για να γίνουν καλά. Ο Μάρκος, απ’ την άλλη μεριά του ποταμού, κρατούσε το λιβανιστήρι, για να διώχνει τα κακά πνεύματα. Μύριζε από χιλιόμετρα το αρωματικό θυμίαμα, σαν να είχανε κηδεία. Κάποιες νέες του χωριού, έριχναν λουλούδια του αγρού στο διάβα του. Οι γηραιότερες, γονατιστές, έσκυβαν το τυλιγμένο με το τσεμπέρι κεφάλι τους, ίσαμε το χώμα του δρόμου, για να βρουν τη σωτηρία.
Η μέρα απ’ το πρωί ήταν μουντή. Μια κόκκινη σκόνη είχε καθίσει στις σκεπές και στα μπαλκόνια, δημιουργώντας μια απόκοσμη ατμόσφαιρα και δεν έλεγε να φύγει. Έτσι πολύ γρήγορα ο ήλιος κρύφτηκε και σκοτείνιασε νωρίς. Η ιερή πομπή πέρασε από κάθε στενό δρομάκι του χωριού. Ακόμη και από κει που με το ζόρι χωρούσε ένας κανονικός άνθρωπος, πόσο μάλλον ο στρουμπουλός παπάς. Όπου έβρισκε τρύπα, ράντιζε με αγιασμό. Λες και η αρρώστια ήταν ποντικός και με το κούνημα του βασιλικού θα τρόμαζε και θα έφευγε. Μπήκε ακόμη και μέσα στα σπίτια, τα οποία είχαν κάποιον ασθενή και τους ευλόγησε, δίχως να φοβάται μήπως κολλήσει ο ίδιος και πεθάνει.
Πού και πού, οι παρακλητικές ψαλμωδίες σταματούσαν, για να πάρει ο παπάς και οι ψάλτες μιαν ανάσα. Η ατμόσφαιρα λόγω της κόκκινης σκόνης, συνέχιζε να είναι αποπνικτική. Τότε ακούστηκαν για πρώτη φορά οι στριγγλιές. Ήταν σαν φωνές γυναικών που ουρλιάζουν. Όλοι στην αρχή αναρωτήθηκαν ποιες άπιστες μαλώνουν τέτοιαν ώρα. Κοίταζαν τριγύρω τους, αλλά όλο το χωριό ήταν μαζεμένο εκεί και κανένας δεν έλειπε. Δεν έδωσαν σημασία και συνέχιζαν την λιτανεία. Όταν σταμάτησαν για δεύτερη φορά, πάλι ακούστηκαν οι κραυγές, ακόμη πιο δυνατές, σαν γυναικείο κλάμα αυτή τη φορά. Ποιος άραγε να πέθανε αυτή τη φορά; Ο κόσμος άρχισε ένα θορυβείται και να σταυροκοπιέται.
Ο Μάριος τρομαγμένος και με τον σταυρό στον ώμο, πήγε κοντά στο Μάρκο, ο οποίος άναβε το λιβανιστήρι που είχε σβήσει απ’ τον αέρα, για να του μιλήσει. Κανείς δεν τους το απαγόρευε πλέον.
– Τί γίνεται τώρα έξυπνε; τον ρώτησε.
– Δεν έχω ιδέα. απάντησε ο Μάρκος, σηκώνοντας τους ώμους. Το μόνο που ξέρω είναι πως δεν πρέπει να πούμε σε κανέναν τι κάναμε, γιατί το ξύλο που θα φάμε δεν περιγράφεται!
Ο Μάριος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
– Ακούς τις τσιρίδες; ρώτησε.
– Εσύ τί λες ρε! Κουφός είμαι;
– Τί είναι αυτές οι τσιρίδες Μάρκο;
– Εμένα ρωτάς; Δεν πιστεύεις αυτό που λένε; Ότι ο Άγιος κυνηγάει την αρρώστια με το αξιάλι;
– Εγώ το πιστεύω. Εσύ;
– Αφού είμαι εδώ, θα τα πιστέψω όλα. Ακόμη και ότι η αρρώστια φεύγει τσιρίζοντας.
– Ωχ! Κοίτα! είπε ο Μάριος και έδειξε με το δάχτυλο προς το σπίτι του δημάρχου.
Στον απέναντι μαντρότοιχο, ακανόνιστες σκιές, σαν κλέφτες που έτρεχαν να σωθούν, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, κοκκινίζοντας τους τοίχους. Τα δύο παιδιά τις πήραν στο κατόπι και τους ακολούθησαν οι κάτοικοι και των δύο χωριών.
Είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Καθώς περπατούσαν κυνηγώντας τις σκιές, ο νεωκόρος ράντιζε με όσο αγιασμό είχε απομείνει. Έτσι ο κόσμος δεν κατάλαβε ότι είχε ξεκινήσει να βρέχει. Μέχρι να φτάσουν στο ποτάμι, όπου και κατέληξαν τα δαιμόνια, είχαν γίνει μούσκεμα. Εκεί οι τσιρίδες σταμάτησαν. Ίσως να τις παρέσυρε το ποτάμι προς τη θάλασσα.
Αφού είχαν κάνει τρεις φορές τον γύρο του χωριού και είχαν πει τρεις φορές το κάθε τροπάριο, έληξαν την ικεσία, γιατί η βροχή είχε δυναμώσει. Οι κάτοικοι του Φωτεινού, πέρασαν τη γέφυρα και κατευθύνθηκαν προς το χωριό τους. Οι υπόλοιποι γύρισαν στο Σκοτεινό. Στα σπίτια τους και αφού άναψαν τις λάμπες πετρελαίου, διαπίστωσαν ότι τα ρούχα των κατοίκων του Σκοτεινού, δεν ήταν απλά βρεγμένα. Ήταν κατακόκκινα και ποτισμένα με αίμα.
Την άλλη μέρα, όλοι όσοι νοσούσαν, αλλά είχαν πάρει την ευλογία, έγιναν καλά. Το Άγιο αξιάλι μπήκε στη θέση του, μέσα στο ναό. Η βροχή όμως δεν σταματούσε, μέχρι να ξεπλύνει το αμαρτωλό Σκοτεινό. Το ποτάμι κατέβαζε αίμα αντί για νερό για τις επόμενες μέρες. Ώσπου όλα καθάρισαν. Γη, αέρας και νερό.
Τα δύο χωριά μονιάσανε. Ο Μάρκος με τον Μάριο μπορούσαν πια να μιλάνε μεταξύ τους και να κάνουν παρέα, χωρίς να φοβούνται. Το μυστικό τους, ευτυχώς, δεν μαθεύτηκε ποτέ, αφού ορκίστηκαν να το πάρουν μαζί τους.
Μια ολοκαίνουρια εκκλησία χτίστηκε στο Σκοτεινό, με τη βοήθεια και των δύο χωριών. Κάθε χρόνο, την ίδια ημερομηνία που είχε γίνει η λιτανεία, μετέφεραν με δόξα και τιμή το Ιερό Αξιάλι απ’ το Φωτεινό στο Σκοτεινό, όπου γινόταν ένα μεγάλο πανηγύρι στη χάρη του.